- σκευοφόριον
- τὸ, Αβλ. σκευοφορεῑον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκευοφόριον — σκευοφορέω carry imperf ind act 3rd pl (doric) σκευοφορέω carry imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοφορείον — και σκευοφόριον, τὸ, ΜΑ [σκευοφόρος] ράβδος που στηρίζεται στους ώμους και στα δύο άκρα της είναι αναρτημένα δοχεία για μεταφορά διαφόρων πραγμάτων μσν. στον πληθ. τὰ σκευοφορεῑα ή σκευοφόρια αποσκευές … Dictionary of Greek